διακωχή

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, = ἀνακωχή, Stillstand, Nachlassen, z. B. der Pest, Thuc . 3, 87; – Waffenstillstand, D. Cass. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διακωχή: ἴδε ἐν λ. διοκωχή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 relâche, répit;
2 trêve.
Étymologie: διά, ἔχω avec redoubl.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
interrupción τριβὴ ... καὶ δ. D.C.Epit.9.14.4, cf. Sud.; cf. διοκωχή.

Greek Monotonic

διακωχή: βλ. διοκωχή.

Russian (Dvoretsky)

διακωχή: v. l. διοκωχή ἡ Thuc. = ἀνακωχή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακωχή -ῆς, ἡ zie διοκωχή.

Middle Liddell

n = διοκωχή