προηγεμών
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
όνος, ὁ,
A one who goes before as a guide, Alciphr.3.36. II instructor in the mysteries, D.18.260.
German (Pape)
[Seite 722] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.
Greek (Liddell-Scott)
προηγεμών: -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς ὁδηγός, Δημ. 313. 27.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: πρό, ἡγεμών.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, Α
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που εισάγει στα μυστήρια.
Greek Monotonic
προηγεμών: -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως αρχηγός, ηγέτης, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).
Russian (Dvoretsky)
προηγεμών: όνος ὁ предводитель (ἔξαρχος καὶ π. Dem.).