θυραυλία
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
English (LSJ)
ἡ,
A living out of doors, camping out, Ti.Locr.103b(pl.), etc.; of soldiers, Plu.2.498c; of wild animals, Arist.GA783a19. II waiting at the door, of lovers, in pl., Ph.1.155, Philostr. Ep.29: sg., Luc.Merc.Cond.10.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, das vor der Thür die Nacht Zubringen, im Freien Bleiben, Sein, bes. im Kriege; Tim. Locr. 103 b; Arist. gen. an. 5, 3; Luc. de merc. cond. 10.
Greek (Liddell-Scott)
θῠραυλία: ἡ, τὸ αὐλίζεσθαι ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. excubiae, Τιμ. Λοκρ. 103Β, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 5. 3, 20. ΙΙ. τὸ ἀναμένειν εἰς τὴν θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Φίλων 1. 155.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de vivre en plein air ; particul. campement de troupes en plein air.
Étymologie: θύραυλος.
Greek Monolingual
θυραυλία, ἡ (Α) θύραυλος
1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο
2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα.
Greek Monotonic
θῠραυλία: ἡ, η ζωή στο ύπαιθρο, κατασκήνωση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θῠραυλία: ἡ тж. pl.
1) жизнь под открытым небом (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);
2) воен. лагерная жизнь (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);
3) стояние у чужих дверей (συνεχὴς θ. Luc.).
Middle Liddell
θῠραυλία, ἡ,
a living out of doors, camping out, Luc.