καλλώπισμα

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλώπισμα Medium diacritics: καλλώπισμα Low diacritics: καλλώπισμα Capitals: ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΑ
Transliteration A: kallṓpisma Transliteration B: kallōpisma Transliteration C: kallopisma Beta Code: kallw/pisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36.    2 ornament of speech, D.H.Th. 46.    3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.

Greek (Liddell-Scott)

καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.

Greek Monolingual

το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.

Greek Monotonic

καλλώπισμα: τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.

Russian (Dvoretsky)

καλλώπισμα: ατος τό1) украшение (χρυσοῦν Plut.);
2) прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).