Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύγωνος

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγωνος Medium diacritics: πολύγωνος Low diacritics: πολύγωνος Capitals: ΠΟΛΥΓΩΝΟΣ
Transliteration A: polýgōnos Transliteration B: polygōnos Transliteration C: polygonos Beta Code: polu/gwnos

English (LSJ)

ον,

   A polygonal, Id.Sens. 442b20, Plu.2.1121c: Subst. πολῠ-γωνον, τό, polygon, Antipho Soph.13, Gal.Anim.Pass.2.3.

German (Pape)

[Seite 661] vielwinkelig; Arist. de sens. 4, 23; Plut.; f. L. bei Nic. Ther. 872.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγωνος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰς γωνίας, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 23, Πλούτ. 2. 1121C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a plusieurs angles, polygone.
Étymologie: πολύς, γωνία.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύγωνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο
μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή
νεοελλ.
φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» — πολύγωνο που βρίσκεται σε ένα επίπεδο
β) «στρεβλό πολύγωνο» — πολύγωνο που δεν περιέχεται σε ένα επίπεδο
γ) «σφαιρικό πολύγωνο» — στρεβλό πολύγωνο σφαιρικής επιφάνειας που περιορίζεται από τόξα μέγιστου κύκλου
δ) «κανονικό πολύγωνο» — επίπεδο πολύγωνο που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες του ίσες
ε) «μείζον πολύγωνο»
i) ανατ. οστάριο του κάτω ή δεύτερου στοίχου του καρπού
ii) μαθ. τραπέζιο σε σχήμα κύβου
θ) «έλασσον πολύγωνο»
i) ανατ. οστάριο του κάτω ή δεύτερου στοίχου του καρπού
ii) μαθ. τραπέζιο σε σχήμα πυραμίδας
στ) «πολύγωνο αστεροειδές» — κοίλο κανονικό πολύγωνο
ζ) «πολύγωνο βολής» ή, απλώς, «πολύγωνο» — εδαφική έκταση που χρησιμοποιείται ως πεδίο βολής του πεζικού ή του πυροβολικού
η) «πολύγωνο δυνάμεων» — σχηματική απεικόνιση της σύνθεσης δυνάμεων που ενεργούν στο ίδιο σημείο
θ) «πολύγωνο συχνοτήτων»
βιολ. κλειστή τεθλασμένη γραμμή που συνδέει είτε τα κέντρα τών άνω βάσεων τών ορθογωνίων ενός ιστογράμματος, το οποίο απεικονίζει τις συχνότητες κάθε κλάσης, είτε τα διαδοχικά σημεία τών οποίων οι συντεταγμένες έχουν την τιμή xi ενός διακριτικού χαρακτήρα και τις αντίστοιχες συχνότητες f.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γωνος (< γωνία), πρβλ. τρί-γωνος].

Russian (Dvoretsky)

πολύγωνος: многоугольный Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγωνος -ον [πολύς, γωνία] met veel hoeken; geom. subst. τὸ\n πολύγωνον veelhoek.