ἀναστενάζω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
A = ἀναστένω, Hdt.1.86, 6.80, Ev.Marc.8.12: c. acc. cogn., τοῖά μοι ἀ. ἐχθοδοπά such bitter words didst thou groan forth, S.Aj.930. II c. acc. pers., groan for, lament, A.Ch.335, E. HF118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 209] (s. στενάζω), laut wehklagen, aufseufzen, Aeseh. Ch. 332; Soph. Ai. 982; Her. 1, 86; ἀναστενάξας Xen. Symp. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
pousser des gémissements : τινά ESCHL gémir sur qqn.
Étymologie: ἀνά, στενάζω.
Spanish (DGE)
I abs. gemir, suspirar profundamente Hdt.1.86, 6.107, E.IA 1549, X.Smp.1.15, LXX 2Ma.6.30, La.1.4, PMag.4.2493, X.Eph.1.11.3, D.C.11.18, ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος Aesop.14, ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ suspirando en su espíritu, Eu.Marc.8.12, καθ' ἕκαστον ὧν ἐπέστελλον ἀναστενάζουσα llorando sobre cada cosa que escribía Aristaenet.2.13.28.
II c. ac.
1 intr. gemir οἷά τε χρόνου ἐγγεγονότος πολλοῦ Hdt.2.175, τοῖά μοι ... ἀνεστέναζες tales eran las quejas que gemías S.Ai.930
•simpl. quejarse οἰοῖ, οἰ[οῖ] διπλοῦς ἀνεστέναζα S.Fr.210.31, πικρά LXX Si.25.18.
2 de pers. lamentarse por, llorar a δίπαις τοί σ' ἐπιτύμβιος θρῆνος ἀναστενάζει el treno fúnebre de tus dos hijos te está llorando A.Ch.335, πόσιν E.HF 117, σὲ ... γόοις E.IT 656
•en v. med. mismo sent. πατέρ' ἀναστενάζεται A.Fr.273.1.
English (Strong)
from ἀνά and στενάζω; to sigh deeply: sigh deeply.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεστεναξα; to draw sighs up frown the bottom of the breast, to sigh deeply: Aeschylus choëph. 335) Herodotus 1,86 down.)
Greek Monolingual
(AM ἀναστενάζω)
στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω
αρχ.
1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον
2. θρηνώ για κάποιον.
Greek Monotonic
ἀναστενάζω: μέλ. -ξω,
I. = ἀναστένω, σε Ηρόδ.· τοῖά μοι ἀνεστέναζες ἐχθοδοπά, τέτοιες μισητές λέξεις προέφερες με αναστεναγμούς, σε Σοφ.
II. με αιτ. προσ., θρηνώ, αναστενάζω για, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστενάζω: 1) громко стонать, вопить Her., Xen.,;
2) со стоном произносить (ἐχθοδοπά Soph.);
3) оплакивать (τινά Aesch., Eur.).
Middle Liddell
= ἀναστένω
I. Hdt.; τοιάδ' ἀνεστέναζες ἐχθοδοπά such hateful words didst thou groan forth, Soph.
II. c. acc. pers. to groan for, lament, Aesch., Eur.