ἀσυνάλλακτος
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
ον,
A without intercourse, Plu.2.416f; unsociable, D.H.1.41, 5.66.
German (Pape)
[Seite 380] ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. βίος, ὁμιλία, 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάλλακτος: -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν ἄνευ σχέσεων κοινωνικῶν, ἀκοινώνητος, ἀδιάλλακτος, ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans relations, insociable.
Étymologie: ἀ, συναλλάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de relaciones τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Plu.2.416e
•insociable οἳ τέως ἀπίστους καὶ ἀσυναλλάκτους εἶχον ὁμιλίας D.H.1.41, ὁ κοινὸς βίος D.H.5.66.
Greek Monolingual
ἀσυνάλλακτος, -ον (Α)
ακοινώνητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάλλακτος: взаимно чуждый, непримиримый (ἀνεπίμικτος καὶ ἀ. Plut.).