ἀχθοφορία

From LSJ
Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφορία Medium diacritics: ἀχθοφορία Low diacritics: αχθοφορία Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: achthophoría Transliteration B: achthophoria Transliteration C: achthoforia Beta Code: a)xqofori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bearing of burdens, βαρῶν Plu.2.1130d (pl.), cf. Luc.Asin.19; μυρμήκων M.Ant.7.3; any heavy pressure, Hp.Art.63.

German (Pape)

[Seite 418] das Lasttragen, Luc. Asin. 19; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφορία: ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα πίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - οὕτως, ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, κατάλληλος πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Art.63, Aret.SD 1.6.5
carga, peso πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159
como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a αἰχμαλωσία Luc.Asin.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.

Greek Monolingual

ἀχθοφορία, η (Α) αχθοφόρος
1. η μεταφορά φορτίου
2. ισχυρή πίεση.

Russian (Dvoretsky)

ἀχθοφορία: ἡ (тж. βαρῶν Plut.) таскание тяжестей, переноска Luc.