γραοσόβης

From LSJ
Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱοσόβης Medium diacritics: γραοσόβης Low diacritics: γραοσόβης Capitals: ΓΡΑΟΣΟΒΗΣ
Transliteration A: graosóbēs Transliteration B: graosobēs Transliteration C: graosovis Beta Code: graoso/bhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, alte Weiber in Bewegung setzend, in obsc. Sinne, Ar. Pax 812.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾱοσόβης: -ου, ὁ, ὁ γραίας διώκων ἢ ἐκφοβίζων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 812.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.
Étymologie: γραῦς, σοβέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): γραιο- Sud., Zonar.
1 amante, perseguidor de viejas γραοσόβαι μιαροί Ar.Pax 812, cf. Sch.ad loc., Sud., Zonar.
2 espanta-viejas Sud.l.c.

Greek Monolingual

γραοσόβης, ο (Α)
εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά.

Greek Monotonic

γρᾱοσόβης: -ου, ὁ (γραῦς, σοβέω), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱοσόβης: ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph.

Middle Liddell

γραῦς, σοβέω
scaring old women, Ar.