δυσέριστος
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ον,
A pertaining to unholy strife, αἷμα S.El. 1385 (lyr.); σπουδή Cleanth.Stoic.1.122.
German (Pape)
[Seite 680] 1) αἷμα, Soph. El. 1377, des Unglücks-Streites Blut, Schol. τὸ δι' ἔριν γιγνόμενον κακόν; Döderlein bei Passow, wie ἄζηλος, was nicht zu beneiden; Andere, wie ἂμαχος, = unbezwinglich, – 2) = δύσερις, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέριστος: -ον, γενόμενος ἐν κακῇ ἔριδι, αἷμα Σοφ. Ἠλ. 1385.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui accompagne des querelles funestes;
2 difficile à vaincre (dans une dispute).
Étymologie: δυσ-, ἐρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσήρ- Hsch.
1 perteneciente a una contienda impía, que acompaña a querellas funestas, αἷμα S.El.1385, σπουδή Cleanth.Fr.Poet.1.27.
2 de pers. pendenciero Hsch.l.c.
Greek Monolingual
δυσέριστος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από ολέθρια φιλονικία («τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.).
Greek Monotonic
δυσέριστος: -ον, αυτός που ρίχνεται, πέφτει σε άτυχη φιλονικία, διαμάχη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσέριστος: исполненный раздора: τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης Soph. Арей, дышащий кровавым раздором.
Middle Liddell
δυσ-έριστος, ον
shed in unholy strife, Soph.