θεόσδοτος

From LSJ
Revision as of 23:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσδοτος Medium diacritics: θεόσδοτος Low diacritics: θεόσδοτος Capitals: ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theósdotos Transliteration B: theosdotos Transliteration C: theosdotos Beta Code: qeo/sdotos

English (LSJ)

ον, poet. and later Prose for θεόδοτος,

   A given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.

German (Pape)

[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θεόδοτος.

English (Slater)

θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
   1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.

Greek Monolingual

θεόσδοτος, -ον (AM)
αυτός που δόθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δοτος (αντί του ορθού θεό-δοτος) < θεός + -δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν-επί-δοτος, έκ-δοτος) κατ' αναλογία προς το διόσ-δοτος].

Greek Monotonic

θεόσδοτος: -ον (δίδωμι), ποιητ. αντί θεόδοτος, αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θεόσδοτος: Hes., Pind., Arst., Luc., Plut. = θεόδοτος.

Middle Liddell

θεόσ-δοτος, ον δίδωμι
poet. for θεόδοτος, given by the gods, Hes., Pind.