θεωρητήριον

From LSJ
Revision as of 23:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητήριον Medium diacritics: θεωρητήριον Low diacritics: θεωρητήριον Capitals: ΘΕΩΡΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: theōrētḗrion Transliteration B: theōrētērion Transliteration C: theoritirion Beta Code: qewrhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A seat in a theatre, Plu.CG12 (pl.), CIG2782.20 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1205] τό, ein Ort, Platz, von dem aus man einem Schauspiele zusieht, Plut. C. Gracch. 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητήριον: τό, ἑδώλιον ἐν τῷ θεάτρῳ, Πλούτ. Γ. Γράκχ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
place au théâtre.
Étymologie: θεωρέω.

Greek Monolingual

θεωρητήριον, τὸ (Α) θεωρώ
κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο.

Greek Monotonic

θεωρητήριον: τό (θεωρέω), εδώλιο στο θέατρο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητήριον: τό место, с которого смотрели театральные представления, трибуна для зрителей (θεωρητήρια κύκλῳ κατασκευάσαι Plut.).

Middle Liddell

θεωρητήριον, ου, τό, θεωρέω
a seat in a theatre, Plut.