θυμόμαντις

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόμαντις Medium diacritics: θυμόμαντις Low diacritics: θυμόμαντις Capitals: ΘΥΜΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: thymómantis Transliteration B: thymomantis Transliteration C: thymomantis Beta Code: qumo/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prophesying from one's own soul, A.Pers. 224 (troch.); cf. θυμόσοφος.

German (Pape)

[Seite 1224] εως, im Geiste ein Seher, mit prophetischem Geiste, Aesch. Pers. 220.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, (ἄνευ δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ θεόμαντις), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θυμόμαντις· ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, ψυχόμαντις, καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.· πρβλ. θυμόσοφος, ψυχόμαντις.

French (Bailly abrégé)

εως;
adj. m.
qui est devin par son cœur ou sa raison (non par l’inspiration divine, θεόμαντις).
Étymologie: θυμός, μάντις.

Greek Monolingual

θυμόμαντις, -άντεως, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από δική του κρίση, από την ψυχή του, αφ' εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + μάντις.

Russian (Dvoretsky)

θῡμόμαντις: εως ὁ прозорливый умом, предсказывающий на основании здравого смысла (в отличие от θεόμαντις прорицающий по вдохновению свыше) Aesch.