ἱμονιά

From LSJ
Revision as of 01:38, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμονιά Medium diacritics: ἱμονιά Low diacritics: ιμονιά Capitals: ΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: himoniá Transliteration B: himonia Transliteration C: imonia Beta Code: i(monia/

English (LSJ)

[prob. ῑ, cf. An.Ox.1.217], ἡ, (ἱμάς)

   A well-rope, Alex.174.9, Apollod.Gel.1 (pl.), Ph.2.89 (pl.), Luc.Icar.7, JConf.8, Hsch.; ἱμονιάν (abs.) a rope's length, i.e. as long as a bucket takes to go down and come up a well, Ar.Ec.351.

German (Pape)

[Seite 1253] ἡ, = ἱμητήριον, nach Schol. Ar. Ran. 1297 τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον, das gewöhnlich in den Brunnen hinabhängt, vgl. Ath. III, 125 a IV, 170 c; komisch ἱμονιάν τιν' ἀποπατεῖς Ar. Eccl. 351.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
corde de puits.
Étymologie: ἱμάω.

Greek Monolingual

ἱμονιά, ἡ (ΑΜ)
1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι
2. μήκος σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman- «όριο» και ελλ. ιμανήθρη), σχηματισμένο με έρρινο επίθημα (-νιά)].

Greek Monotonic

ἱμονιά: [ῐ], ἡ (ἱμάς), σχοινί για άντληση νερού από πηγάδι, για γεώτρηση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμονιά: (ῐμ) ἡ веревка (колодезная), длинный канат (шутл. перен. у Arph.).

Frisk Etymological English

Meaning: well-rope
See also: s. ἱμάς.