ἰχνοπέδη

From LSJ
Revision as of 23:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνοπέδη Medium diacritics: ἰχνοπέδη Low diacritics: ιχνοπέδη Capitals: ΙΧΝΟΠΕΔΗ
Transliteration A: ichnopédē Transliteration B: ichnopedē Transliteration C: ichnopedi Beta Code: i)xnope/dh

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A fetter or trap, AP6.109 (Antip.), 7.626.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Fußfessel, Schlinge; Ant. Sid. 17 (VI, 109); ἐν ἰχνοπέδαις ἀγρευθείς Ep. ad. 398 (VII, 626).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνοπέδη: ἡ, εἶδος δεσμοῦ ἢ παγίδος, Ἀνθ. Π. 6.109., 7. 626.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves, fers aux pieds.
Étymologie: ἴχνος, πέδη.

Greek Monolingual

ἰχνοπέδη, ἡ (Α)
είδος δεσμού ή παγίδας, συσκευή με την οποία συνελάμβαναν ή παγίδευαν κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πέδη «δεσμός»].

Greek Monotonic

ἰχνοπέδη: ἡ, είδος δεσμού ή παγίδας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνοπέδη: ἡ тж. pl. ножные оковы, путы Anth.

Middle Liddell

ἰχνο-πέδη, ἡ,
a kind of fetter or trap, Anth.