καταίνεσις

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίνεσις Medium diacritics: καταίνεσις Low diacritics: καταίνεσις Capitals: ΚΑΤΑΙΝΕΣΙΣ
Transliteration A: kataínesis Transliteration B: katainesis Transliteration C: katainesis Beta Code: katai/nesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A betrothal, Plu.TG4.

German (Pape)

[Seite 1350] ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεσις, μνηστεία, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
promesse.
Étymologie: καταινέω.

Greek Monolingual

καταίνεσις, ἡ (Α) καταινώ
1. υπόσχεση
2. συγκατάθεση.

Greek Monotonic

καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεση, συμφωνία· μνήστευση, αρραβώνας, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταίνεσις -εως, ἡ [καταινέω] verloving.

Russian (Dvoretsky)

καταίνεσις: εως ἡ данное слово, обещание, т. е. обручение Plut.

Middle Liddell

καταίνεσις, εως
an agreement: a betrothal, Plut.