καταρρινάω

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρῑνάω Medium diacritics: καταρρινάω Low diacritics: καταρρινάω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΝΑΩ
Transliteration A: katarrináō Transliteration B: katarrinaō Transliteration C: katarrinao Beta Code: katarrina/w

English (LSJ)

or καταρριζ-έω, (ῥίνη)

   A file down, make thin, ἰσχναίνων καὶ καταρινῶν τὰ συγκρίματα Antyll. ap. Stob.4.37.16: metaph., κατερρινημένον τι λέγειν polished, elegant, Ar.Ra.901; of men, βραχίον' εὖ κατερρινημένους, i. e. having had all superfluous flesh worked off, A. Supp.747 (κατερρινωμένους covered with shields, Wellauer; cf. κατερρινωμένον· καταπεπυκασμένον, καταδεδερματωμένον, Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρῑνάω: ἢ -ἐω, (ῥίνη) ῥινίζων κατατρίβω, καταξέων φθείρω, λεπτύνω, ἰσχναίνων καὶ καταρρινῶν τὰ συγκρίματα Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 2·- μεταφορ., κατερρινημένον τι λέγειν, κομψόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 901· «τὸ κατερρινημένον, τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον ὥστε μηδὲ διαιρεῖσθαι ἐπιτήδειον εἶναι» Φρύν. ἐν Βεκκήρ. Ἀνεκδ.· ἰσχναὶ καὶ κατ. ἔννοιαι Κύριλλ. ἐπὶ ἀνθρώπων, βραχίον’ εὖ κατερρινημένους, ἀποβαλόντας πᾶσαν τὴν περιττὴν σάρκα διὰ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749 (ὁ Well. κατερρινωμένους, κεκαλυμμένους μὲ ἀσπίδας, ἐκ τοῦ γλωσσήματος τοῦ Ἡσυχ.)· «κατερρινημένοις· εὐτελέσιν ἢ κατεξεσμένοις. ῥίνη γὰρ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ᾧ ῥινοῦσιν» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler avec la lime, càd travailler avec art, particul. rendre ferme, vigoureux.
Étymologie: κατά, ῥινάω.

Greek Monotonic

καταρρῑνάω: ή -έω (ῥίνη), λιμάρω, λειαίνω· μεταφ., καταρρινημένον τι, λείος, στιλπνός, κομψός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρῑνάω: опиливать, шлифовать, отделывать: ἀστεῖόν τι καὶ κατεροινημένον Arph. тонкость и изящество.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρρινάω of καταρρινέω [κατά, ῥίνη] afvijlen, afschrapen: overdr. verfijnen:. κατερρινημένον τι λέγειν iets geraffineerds zeggen Aristoph. Ran. 901.