λαρνακόγυιος
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ον, epith. of Pan, apptly. from a pun on χηλή,
A hoof, and χηλός, = λάρναξ, Theoc.Syrinx16.
German (Pape)
[Seite 16] heißt Pan, Theocr. Syr. (XV, 21), wahrscheinlich = χηλόπους, mit klauigen Füßen, vgl. χηλός u. χηλή.
Greek (Liddell-Scott)
λαρνᾰκόγυιος: -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = λάρναξ, Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, ἐπεὶ χηλόπους ἐστί· λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.
Greek Monolingual
λαρνακόγυιος, -ον (Α)
(το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος
προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -γυιος (< γυῖον «μέλος του σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό-γυιος, καμπεσί-γυιος].
Russian (Dvoretsky)
λαρνᾰκόγυιος: с ногами как у сундука, т. е. кривоногий (Πάν Anth.).