μελίθρεπτος

From LSJ
Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθρεπτος Medium diacritics: μελίθρεπτος Low diacritics: μελίθρεπτος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: melíthreptos Transliteration B: melithreptos Transliteration C: melithreptos Beta Code: meli/qreptos

English (LSJ)

ον,

   A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).

German (Pape)

[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].

Greek Monotonic

μελίθρεπτος: -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίθρεπτος: вскормленный медом (χελιδών Anth.).

Middle Liddell

μελί-θρεπτος, ον τρέφω
honey-fed, Anth.