νεοπρεπής

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπρεπής Medium diacritics: νεοπρεπής Low diacritics: νεοπρεπής Capitals: ΝΕΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: neoprepḗs Transliteration B: neoprepēs Transliteration C: neoprepis Beta Code: neopreph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω)

   A befitting the young, youthful, λόγος Pl.Lg.892d.    2 like a youth, extravagant, ν. καὶ περίεργος, opp. εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Plu.TG2, cf. 2.334c (Comp.).

German (Pape)

[Seite 243] ές, sich für junge Leute schickend, jugendlich; μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ, Plat. Legg. X, 892 d; dem αὐστηρός entggstzt, Plut. Tib. Graech. 2 Eum. 11.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς νέους, νεανικός, Λατ. juvenilis, Πλατ. Νόμ. 892D. 2) ἐλευθέριος, ν. καὶ περίεργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2, πρβλ. Wyttenb. 2. 334C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’air jeune.
Étymologie: νέος, πρέπω.

Greek Monolingual

νεοπρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός
3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο-πρεπής].

Greek Monotonic

νεοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε νέους, νεανικός· επίσης, ελευθέριος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νεοπρεπής:
1) подобающий (лишь) молодежи (ὁ λόγος Plat.);
2) юношеский, незрелый (ν. καὶ περίεργος Plut.).