ξυστοβόλος

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστοβόλος Medium diacritics: ξυστοβόλος Low diacritics: ξυστοβόλος Capitals: ΞΥΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: xystobólos Transliteration B: xystobolos Transliteration C: ksystovolos Beta Code: custobo/los

English (LSJ)

ον,

   A spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 283] speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).

Greek (Liddell-Scott)

ξυστοβόλος: -ον, ὁ βάλλων ξυστόν, δηλ. ἐξακοντίζων δόρυ, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance une javeline.
Étymologie: ξυστόν, βάλλω.

Greek Monolingual

ξυστοβόλος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.

Greek Monotonic

ξυστοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζει δόρυ, που ρίχνει ακόντιο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξυστοβόλος: ὁ копьеметатель (эпитет Вакха) Anth.

Middle Liddell

ξυστο-βόλος, ον, βάλλω
spear-darting, Anth.