παμμήκης

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμήκης Medium diacritics: παμμήκης Low diacritics: παμμήκης Capitals: ΠΑΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: pammḗkēs Transliteration B: pammēkēs Transliteration C: pammikis Beta Code: pammh/khs

English (LSJ)

ες,

   A very long, prolonged, γόοι S.OC 1609; λόγος Pl.Plt.286e; ῥήσεις Id.Phdr.268c; ἐν χρόνοις π. Arist. Mete.351b10: neut. as Adv., πάμμηκες διαφέρει ἔπαινος ἡδονῆς Max. Tyr.7.7.

German (Pape)

[Seite 453] ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παμμήκης: -ες, λίαν μακρός, μακρότατος, γόος Σοφ. Ο. Κ. 1609· λόγος Πλάτ. Πολιτικ. 286Ε· π. ῥήσεις ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C· ἐν χρόνοις π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait long, très long.
Étymologie: πᾶν, μῆκος.

Greek Monolingual

παμμήκης, πάμμηκες (Α)
1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες
σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

παμμήκης: -ες (μῆκος), πολύ μακρύς, μακρύτατος, σε Σοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμήκης -ες [πᾶς, μῆκος] zeer lang.

Russian (Dvoretsky)

παμμήκης:
1) крайне длинный, чрезвычайно продолжительный (λόγος Plat.; χρόνος Arst.; βίος Plut.): ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν Plat. сочинять длиннейшие речи;
2) долгий, протяжный (γόος Soph.).