παντάλας
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
[τᾰ], αινα, an,
A all-wretched, E.Andr.140, Hec.667 (both lyr.); παντάλαν' ἄχη A.Pers.638 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 462] αινα, αν, ganz, sehr unglücklich; παντάλαν' ἄχη, Aesch. Pers. 629; fem., Eur. Andr. 140.
Greek (Liddell-Scott)
παντάλᾱς: -αινα, ᾰν, ὅλως δυστυχής, πανάθλιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 140, Ἑκ. 667˙ παντάλαν’ ἄχη Αἰσχύλ. Πέρσ. 638.
French (Bailly abrégé)
άλαινα, άλαν;
tout à fait infortuné.
Étymologie: πᾶν, τάλας.
Greek Monolingual
-αινα, -αν, Α
πανάθλιος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ- + τάλας «δυστυχής»].
Greek Monotonic
παντάλᾱς: -αινα, -αν, πανάθλιος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντάλας -αινα -αν [πᾶς, τάλας] zeer ongelukkig.
Russian (Dvoretsky)
παντάλᾱς: παντάλαινα, παντάλᾰν (τᾰ)
1) несчастнейший (sc. Ἑκάβη Eur.);
2) ужаснейший (ἄχη Aesch.).
Middle Liddell
all-wretched, Aesch., Eur.