πανάπαλος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
[ᾰπ], ον,
A all-tender or delicate, ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ... παναπάλῳ Od.13.223 [πᾱν-, metri gr.]; γυναῖκες Ph.2.432.
German (Pape)
[Seite 456] ganz, schr zart, weichlich; νέος, Od. 12, 223 [wo die erste Sylbe des Verses wegen lang gebraucht ist]; γυναῖκες, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάπᾰλος: -ον, ὅλως ἁπαλὸς ἢ τρυφερός, λεπτός, ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ ... παναπάλῳ Ὀδ. Ν. 223 [[[ἔνθα]] πᾶν-, χάριν τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait tendre ou délicat.
Étymologie: πᾶν, ἁπαλός.
English (Autenrieth)
all-tender, delicate, Od. 13.223.
Greek Monolingual
πανάπαλος, -ον (Α)
απαλότατος, τρυφερότατος («πανάπαλοι γυναῑκες», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁπαλός.
Greek Monotonic
πᾰνάπᾰλος: -ον, εντελώς απαλός, εντελώς τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάπαλος -ον [πᾶς, ἁπαλός] heel teer, delicaat.
Russian (Dvoretsky)
πᾱνάπᾰλος: (ᾰπ) нежнейший (νέος Hom.).