παρασιτία

From LSJ
Revision as of 11:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασῑτία Medium diacritics: παρασιτία Low diacritics: παρασιτία Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΙΑ
Transliteration A: parasitía Transliteration B: parasitia Transliteration C: parasitia Beta Code: parasiti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A profession of a parasite, Luc. Par.37.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.

Russian (Dvoretsky)

παρασῑτία: ἡ Luc. v. l. = παρασιτική.