στόμις
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ὁ,
A hard-mouthed horse, A.Fr.442 (v.l. στομίας).
German (Pape)
[Seite 948] ὁ, = στομίας, Aesch. frg. 347 in B. A. 64, ὁ μὴ πειθόμενος χαλινῷ.
Greek (Liddell-Scott)
στόμις: ὁ, σκληροστομος, σκληροτράχηλος, δυσπειθὴς ἵππος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 346, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. (386)· στομίας παρὰ τῷ Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόμις· ὁ ἀπειθής· μέγα στόμα ἔχων, καὶ τοὺς ἵππους δὲ στομίας λέγουσι τοὺς ἀπειθοῦντας τοῖς χαλινοῖς».
Greek Monolingual
-εως, ὁ, Α
(για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ις, -εως (πρβλ. γάστρ-ις, -εως)].
Russian (Dvoretsky)
στόμις: ιδος, v. l. στομίς, ίδος adj. m не повинующийся узде, непокорный (sc. ἵππος Aesch.).