σύνθακος

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθᾱκος Medium diacritics: σύνθακος Low diacritics: σύνθακος Capitals: ΣΥΝΘΑΚΟΣ
Transliteration A: sýnthakos Transliteration B: synthakos Transliteration C: synthakos Beta Code: su/nqakos

English (LSJ)

ον,

   A sitting with or together, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς partner of his throne, S.OC1267.    2 generally, partner, E.Or.1637, Hipp.1093.

German (Pape)

[Seite 1024] mit, zugleich, beisammen oder dabei sitzend, Beisitzer, Gefährte; ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδὼς ἐπ' ἔργοις πᾶσι, Soph. O. C. 1269; Eur. Or. 1637.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθᾱκος: -ον, ὁ καθήμενος μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς, μέτοχος τοῦ θρόνου αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1267, πρβλ. σύνεδρος, σύνθρονος· ― καθόλου, μέτοχος, κοινωνός, Εὐρ. Ὀρ. 1637.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège avec, τινι.
Étymologie: σύν, θᾶκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σύνθωκος.

Greek Monotonic

σύνθᾱκος: -ον, αυτός που κάθεται μαζί με κάποιον ή με συντροφιά· Ζηνὶ σύνθακος θρόνων, αυτή που μοιράζεται τον θρόνο του Δία, σύνθρονη, λέγεται για την Αιδώ, σε Σοφ.· γενικά, συμμέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνθᾱκος: восседающий вместе (τινι Soph., Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-θᾱκος -ον [σύν, θᾶκος] samen zitting houdend (met), samen (op de troon) zittend (met) met dat. en gen..; ἔστι... καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδώς Schroom zit ook samen op de troon met Zeus Soph. OC 1267; uitbr. partner. ὦ... Λητοῦς κόρη, σύνθακε, συγκύναγε dochter van Leto, mijn partner, mijn jachtgenoot Eur. Hipp. 1093.