τελεαρχία
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
τελεαρχία, ἡ, office of the police magistrate at Thebes, ibid.
German (Pape)
[Seite 1084] ἡ, das Amt od. Geschäft eines τελέαρχος, Plut. reip. ger. praec. 15; E. M Vgl. das Folgende.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge du τελέαρχος.
Greek Monolingual
ἡ, Α τελέαρχος
το αξίωμα του τελεάρχου.
Russian (Dvoretsky)
τελεαρχία: ἡ должность телеарха, телеархия Plut.