χαλκόπυλος
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ον,
A with gates of brass or bronze, ἱρόν Hdt.1.181; χ. θεά, epith. of Athena, E.Tr.1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernen oder kupfernen Thoren, Pforten, Her. 1, 181; θεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt, Eur. Troad. 1113, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, ἱερὸν Ἡρόδ. 1. 181· χαλκ. θεά, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς ὡς τὸ χαλκίοικος, Εὐρ. Τρῳ. 1113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux portes d’airain.
Étymologie: χαλκός, πύλη.
English (Slater)
χαλκόπῠλος
1 with gates of bronze ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.)
2. (ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί-πυλος, μακρό-πυλος].
Greek Monotonic
χαλκόπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· χαλκόπυλος θεά, επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόπῠλος: 1) с медными вратами (ἱρόν Her.);
2) обитающий в храме с медными вратами (θεά Eur.).
Middle Liddell
χαλκό-πῠλος, ον, πύλη
with gates of bronze, Hdt.; χαλκ. θεά, epith. of Athena, Eur.