καταλαμπτέος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
α, ον, Ion. for καταληπτέος,
A to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.
Greek Monotonic
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.
Middle Liddell
καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.