κλεμμάδιος

From LSJ
Revision as of 16:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεμμάδιος Medium diacritics: κλεμμάδιος Low diacritics: κλεμμάδιος Capitals: ΚΛΕΜΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: klemmádios Transliteration B: klemmadios Transliteration C: klemmadios Beta Code: klemma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A stolen, Pl.Lg.955b, cf. Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1448] verstohlen, gestohlen; ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦν ὑποδέχηται Plat. Legg. XII, 955 b; VLL., die es κλοπαῖος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλεμμάδιος: ᾰ, α, ον, = κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, ὁ ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, κλαπείς, Πλάτ. Νόμ. 955Β· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

κλεμμάδιος, -ία, -ον (Α)
κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ-άδιος].

Russian (Dvoretsky)

κλεμμάδιος: (ᾰ) краденый Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεμμάδιος -α -ον [κλέμμα] gestolen.