κινδύνευμα

From LSJ
Revision as of 02:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδύνευμα Medium diacritics: κινδύνευμα Low diacritics: κινδύνευμα Capitals: ΚΙΝΔΥΝΕΥΜΑ
Transliteration A: kindýneuma Transliteration B: kindyneuma Transliteration C: kindynevma Beta Code: kindu/neuma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό,

   A hazard, venture, S.OC564, Ant.42, E. IT1001, Pl.R.451a, etc.

German (Pape)

[Seite 1439] τό, das Wagstück, das kühne Unternehmen; Soph. Ant. 42 O. C. 570; Eur. I. T. 1001; Plat. Rep. V, 451 a; Folgde, wie Luc. Hermot. 1.

Greek (Liddell-Scott)

κινδύνευμα: ῡ, τό, τολμηρὸν καὶ ἐπικίνδυνον ἐπιχείρημα, Σοφ. Ο. Κ. 564, Ἀντ. 42, Εὐρ. Ι. Τ. 1001, Πλάτ. Πολ. 451Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
entreprise hardie, trait de bravoure ou de hardiesse.
Étymologie: κινδυνεύω.

Greek Monolingual

κινδύνευμα, τὸ (Α) κινδυνεύω
επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ' ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ' ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κινδύνευμα: [ῡ], -ατος, τό (κινδυνεύω), διακινδύνευση, τόλμημα, εγχείρημα, τολμηρό εγχείρημα, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κινδύνευμα: ατος (δῡ) τό смелый замысел, отважное предприятие, опасное решение, рискованный шаг: ποῖόν τι κ.; Soph. что ты задумал(а)?; τὸ κ. κινδυνεύειν Plat. подвергать себя опасности.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινδύνευμα -τος, τό [κινδυνεύω] risico, waagstuk.

Middle Liddell

κινδύ¯νευμα, ατος, τό, κινδυνεύω
a risk, hazard, venture, bold enterprise, Soph., Eur.