κνησμώδης

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμώδης Medium diacritics: κνησμώδης Low diacritics: κνησμώδης Capitals: ΚΝΗΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: knēsmṓdēs Transliteration B: knēsmōdēs Transliteration C: knismodis Beta Code: knhsmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A affected with itching, Hp.Aph.6.9, Aret.SD1.15, Gal.10.261.    II accompanied with itching or irritation, Arist.Pr.887a35, Gal.7.197. Adv. -δῶς Id.19.70.    III causing irritation, ἅλες Str. 11.13.2.

German (Pape)

[Seite 1460] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, διάθεσις, id. – S. κνισμ.

Greek (Liddell-Scott)

κνησμώδης: -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε κνισμώδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κνησμώδης, -ῶδες) κνησμός
1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός
2. αυτός που πάσχει από κνησμό
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψηψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κνησμωδώς (Α)
με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», Γαλ.).

Russian (Dvoretsky)

κνησμώδης: сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.