παλίρρους

From LSJ
Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. παλίρροος.

Greek Monolingual

παλίρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.)
2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.)
3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόος / ῥοῦς (< ῥέω)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρους: стяж. = πᾰλίρροος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρρους -ουν, zonder contr. παλίρροος -οον [πάλιν, ῥέω] terugstromend; overdr. vergeldend:. παλίρρους … δίκα recht dat vergelding brengt Eur. El. 1155.

Middle Liddell

πᾰλίρ-ρους, ουν,
I. back-flowing, refluent, Eur.
II. metaph. recurring, returning upon one's head, Eur.