παρπόδιος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, poet. for παραπόδιος.
German (Pape)
[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.
English (Slater)
παρπόδιος
1 at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παραπόδιος.
Greek Monotonic
παρπόδιος: ποιητ. αντί παρα-πόδιος.
Russian (Dvoretsky)
παρπόδιος: дор. = * παραπόδιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρπόδιος -ον [παρά, πούς] op handen zijnd.