Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος

From LSJ
Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10 ; of the Ister, Id.4.47 ; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.