σεῖος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
α, ον, Lacon. for θεῖος, Arist.EN1145a29, cf. Pl.Men.99d.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σεῖος: -α, -ον, Λακων. ἀντὶ τοῦ θεῖος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 99D.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
lac. c. θεῖος².
Greek Monolingual
-εία, -ον, Α
(λακων. τ.) βλ. θείος.
Greek Monotonic
σεῖος: -α, -ον, Λακων. αντί θεῖος.
Russian (Dvoretsky)
σεῖος: лак. Arst. = θεῖος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεῖος -α -ον Lac. voor θεῖος.