σκύμνος Search Google

From LSJ
Revision as of 07:19, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύμνος Medium diacritics: σκύμνος Low diacritics: σκύμνος Capitals: ΣΚΥΜΝΟΣ
Transliteration A: skýmnos Transliteration B: skymnos Transliteration C: skymnos Beta Code: sku/mnos

English (LSJ)

ὁ (and ἡ, E.Or. 1493 (lyr.)),

   A cub. whelp, esp. lion's whelp, Il.18.319; in full, σ. λέοντος Hdt.3.32, E.Supp.1223, Ar.Ra.1431, cf.Eq.1039; λεαίνης S.Aj.987; also of other animals, σ. λύκων E.Ba.699; λυγγός Lasus 3; τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος, Arist.HA571b30, 578a22; ἀλώπεκος Plu.Lyc. 18.    2 in poets also of men, Ἀχίλλειος σ. E.Andr.1170 (anap.), cf. Rh.381 (anap.); of women, Id.Or.1213, 1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, 1) ein jedes junge Thier, bes. das Junge des Löwen, Il. 18, 319; später gew. vollständig σκ. λέοντος, Aesch. frg. 305, wie Eur. Suppl. 1222; λεαίνης, Soph. Ai. 966; auch λύκων, Eur. Bacch. 698; θηρίων, Arist. H. A. 6, 6; ἐλέφαντος, 6, 27. – Fem. bei Eur. Or. 1493. – Uebertr. von Menschen, Ἀχίλλειον σκύμνον, Andr. 1171, vgl. Or. 1213. 1388; Ar. Equ. 1034. – 2) ein Seethier von der Gattung γαλεός.

Greek (Liddell-Scott)

σκύμνος: ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. σκύλαξ Ι. 2), μάλιστα δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· ὡσαύτως καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀχίλλειος σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
I. petit d’un animal, particul. :
1 lionceau;
2 jeune renard;
II. p. ext. jeune enfant.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir.

English (Autenrieth)

whelp of a lion, pl., Il. 18.319†.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. νεογέννητο λιοντάρι λιονταράκι
2. νεογνό άλλων ζώων
αρχ.
(ποιητ. τ.) νεογνό ανθρώπου («δέχει γὰρ τὸν Ἀχίλλειον σκύμνον ἐς οἴκους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σκύλαξ «νεογνό ζώου» και εμφανίζει δυσερμήνευτο επίθημα -μνος (πρβλ. ἐρυ-μνός, πρυ-μνός, στά-μνος), ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό του τ. σκύλαξ και του αμάρτυρου τ. κύμνος (< κυῶ «κυοφορώ»)].

Greek Monotonic

σκύμνος: ὁ και ἡ, νεογέννητο ζώο, νεογνό, ιδίως νεογνό του λιονταριού, λιονταράκι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για άλλα ζώα, σε Ευρ., Πλούτ.· στους ποιητές επίσης λέγεται για ανθρώπους, Ἀχίλλειος σκύμνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σκύμνος: ὁ, редко ἡ
1) львенок Hom.;
2) детеныш (λέοντος Her., Eur.; ἀλώπεκος Plut.);
3) дитя, отпрыск: Λήδας σ. Eur. = Ἐλένη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύμνος -ου, ὁ jong, welp, specifiek van een leeuw maar ook van andere dieren. overdr. van personen jong, kind.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f.)
Meaning: cub, whelp, esp. young lion (ep. Ion. poet. Σ 319, also Arist. a. o.)
Derivatives: σκυμν-ίον n. dimin. (Arist.), -εύω to breed (Philostr.), -ειος belonging to σ. (Suid.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as πρυμνός, ἐρυμνός, στάμνος etc., hardly to be eseparated from σκύλαξ (Osthoff Etym. parerga 274, Chantraine Form. 215, Schwyzer 524 w. lit., Specht Ursprung 183), but in detail unclear. To be rejected Petersen AmJPh 56, 64 ff. (cross of *κύμνος [to κυέω] and σκύλαξ) and Schwyzer KZ 37, 150 (s. Bq). -- Because of the -μν- prob. a Pre-Greek word (not in Furnée). (I think that a cross (as often assumed in the lit.) is extremely rare.