τρύφος

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύφος Medium diacritics: τρύφος Low diacritics: τρύφος Capitals: ΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: trýphos Transliteration B: tryphos Transliteration C: tryfos Beta Code: tru/fos

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, (θρύπτω)

   A that which is broken off, morsel, lump, Od.4.508; ἄρτου AP6.105 (Apollonid.), Anon.Hist.Oxy.1798 Fr. 44iv5 (FGrH 148p.817J.): pl., Hdt.4.181, Pherecr.108.5; κύλικος τρύφος a potsherd, Choeril.9; τ. τῆς Κῶ Str.10.5.16.

German (Pape)

[Seite 1157] τό, das Abgebrochene, Zerbrochene, das Stück, Bruchstück; Od. 4, 508, vom Fels; ἄρτου, Apollnds. 7 (VI, 105); Luc. fugit. 31 u. öfter; im plur., Her. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

τρύφος: -εος, τό, (√ΤΡΥΦ, θρύπτω) τεμάχιον ἀπεσπασμένον, θρύμμα, τεμάχιον, Ὀδ. Δ. 508· ἄρτου Ἀνθ. Π. 6. 105· ἐν τῷ πληθ., ― Ἡρόδ. 4. 181, ναυτῶν τρύφη Φεροκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5· κύλικος τρύφος ἀμφὶς ἐαγὸς Χοιρίλος παρ’ Ἀθην. 464Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τρύφος· κλάσμα ἄρτου, ἢ ξύλον καταδεδαπανημένον».

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
fragment, morceau, quartier ; abs. morceau de pain.
Étymologie: θρύπτω.

English (Autenrieth)

εος (θρύπτω): fragment, Od. 4.508†.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
θρύμμα, κομμάτιτρύφος ἄρτου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θρυφ- του θρύπτω «θρυμματίζω», με ανομοίωση τών δασέων + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (βλ. και λ. θρύπτω)].

Greek Monotonic

τρύφος: -εος, τό (θρύπτω), αυτό το οποίο είναι σπασμένο, τεμάχιο, θρύμμα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρύφος: εος (ῠ) τό θρύπτω
1) обломок (πέτρης Hom.);
2) ком(ок), глыба (ἁλός Her.);
3) кусок (ἄρτου Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρύφος -εος, τό alleen zonder contr. [θρύπτω] brokstuk.

Middle Liddell

τρύφος, ος, εος, τό, θρύπτω
that which is broken off, a piece, morsel, lump, Od., Hdt.