σταῖς

From LSJ
Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταῖς Medium diacritics: σταῖς Low diacritics: σταίς Capitals: ΣΤΑΙΣ
Transliteration A: staîs Transliteration B: stais Transliteration C: stais Beta Code: stai=s

English (LSJ)

or σταίς (not στᾷς), τό, gen. σταιτός,

   A flour of spelt mixed and made into dough, Hdt.2.36, Hp.Art.38, Arist.Mete.386b14, Pr. 927b23, Thphr.Od.51, LXX Ex.12.34; εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σ. Eup. 332; also of dough in general, Gal.6.482,510,597.    II = στέαρ, ὄϊος σταῖς dub. l. in Hp.Nat.Mul.103 (οἰσύπην Littré); ἐν σταιτὶ τρίβειν Id.Mul.1.84 (perh. in sense 1).

Greek (Liddell-Scott)

σταῖς: ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - ἄλευρον ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς φύραμα πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. ζειά. ΙΙ. = στέαρ, ἄλειμμα, «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.

French (Bailly abrégé)

σταιτός (τό) :
pâte de farine de froment.
Étymologie: DELG t. archaïque de formation obscure.

Greek Monotonic

σταῖς: ή σταίς, τό, γεν. σταιτός, αλεύρι από σίκαλη αναμεμειγμένο με νερό και ζυμωμένο, ζύμη, ζυμάρι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σταῖς: или σταίς, gen. σταιτός τό пшеничное тесто Her., Arst.

Frisk Etymological English

(σταίς), σταιτός
Grammatical information: n.
Meaning: wheat-flour mixed to dough with water (Ion., Eup., Arist., Thphr. etc.).
Compounds: σταιτ-ουργός (wr. στετ-) m. mixer of σ. (Ostr.).
Derivatives: Dimin. σταιτ-ίον n. (PMag. Par.); -ινος made of σ. (Hdt.), -ίτας m. bread of σ. (Epich., Sophr.; Redard 91), -ώδης σ.-like' (Poll.), -ήϊα πέμματος εἶδος, στα<ι>τίας ἄρτου εἶδος H.
Origin: IE [Indo-European] [1053f.] *teh₂-i- melt?
Etymology: Formation unclear (cf. Schwyzer 516 and J. Schmidt Pluralbild. 357 A. 1). Semant. appealing is the connection with an IE word for dough in Slav., e.g. OCS těsto, Celt., e.g. OIr. tāis, Germ., e.g. OHG theismo leaven; then the anlaut would have been influenced by στέαρ (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 56). Lit. in WP. 1, 702 and Vasmer s. tésto, also W.-Hofmann s. stīpō; s. also τήκω. -- Against original connection with στέαρ (Curtius 212; further lit. in WP. 2, 610) rightly WP. l. c.

Middle Liddell


flour of spelt mixed and made into dough, Hdt.