εἱργμός

From LSJ
Revision as of 10:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱργμός Medium diacritics: εἱργμός Low diacritics: ειργμός Capitals: ΕΙΡΓΜΟΣ
Transliteration A: heirgmós Transliteration B: heirgmos Transliteration C: eirgmos Beta Code: ei(rgmo/s

English (LSJ)

later εἰργμός, ὁ, (εἴργω)

   A cage, prison, Pl.R.495d, Phd. 82e.    2 imprisonment, J.AJ18.1.3, Plu.2.84f: pl., Mitteis Chr. 71.10 (iv A. D.); εἱργμοὶ καὶ δεσμοί, of a snake's coils, Ael.NA17.37; εἱργμοῦ γραφή action for malicious imprisonment, Poll.6.154.

Greek (Liddell-Scott)

εἱργμός: μεταγεν. εἰργμός, ὁ, (εἴργω) δεσμός, εἱρκτή, ὥσπερ οἱ ἐκ τῶν εἱργμῶν εἰς τὰ ἱερὰ ἀποδιδράσκοντες Πλάτ. Πολ. 495D, Φαίδων 82Ε. ΙΙ. κάθειρξις, φυλάκισις, μήτε φυγὴν Ἀριστείδου, μήτε εἱργμὸν Ἀναξαγόρου μήτε πενίαν Σωκράτους Πλούτ. 2. 84F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de jeter en prison;
2 prison;
3 lien.
Étymologie: εἵργω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): εἰρ- Iambl.VP 228
I frec. plu.
1 grillos, cadenas fig. de los anillos de una serpiente εἱργμῶν τε καὶ δεσμῶν τὸν ἀετὸν λύει Stesich.2.4A
fig. obstáculo, impedimento Aq.De.22.9, Hsch.
2 cárcel, prisión ὥσπερ διὰ εἱργμοῦ ... σκοπεῖσθαι τὰ ὄντα Pl.Phd.82e, οἱ ἐκ τῶν εἱργμῶν εἰς τὰ ἱερὰ ἀποδιδράσκοντες Pl.R.495d, οὐ δυνάμενος φέρειν τὸν εἱργμὸν ἀποδρᾶναι Plu.Dem.26, ὥσπερ ἐξ εἱργμῶν ἡλευθερωμένοι Eus.VC 1.39.2, cf. HE 2.3.2, PCair.Zen.474.10 (III a.C.), Plu.Cat.Mi.22, Poll.8.72, ἐ[μ] ὲ ἀνείεσθαι τῶν εἱργμῶν Mitteis Chr.71.10 (V d.C.)
fig. prisión como castigo para las almas tras la muerte del cuerpo εἱ. ἀίδιος I.AI 18.14, cf. Iambl.Myst.3.20
plu. ref. a ataduras que coartan la mente φιλοσοφίαν ... ἧς ὁ σκοπὸς ... διελευθερῶσαι τῶν τοιούτων εἱργμῶν Porph.VP 46, cf. Iambl.VP 228.
II encarcelamiento c. gen. obj. Ἀναξαγόρου Plu.2.84f
retención ilegal de un adúltero, D.59.71, cf. Poll.6.153.

Greek Monotonic

εἱργμός: ή εἰργμός, ὁ (ἔργω), κλουβί, φυλακή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εἱργμός:
1) тюрьма, темница Plut.;
2) тюремное заключение (Ἀναξαγόρου Plut.).