μίγδην
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Adv., = μίγδα (promiscuously, confusedly, together, among, with), h.Merc. 494, ARh. 3.1381, Orph. Fr. 223.
German (Pape)
[Seite 182] = μίγδα, H. h. Merc. 494 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μίγδην: Ἐπίρρ., = μίγδα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 494, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1381.
Greek Monolingual
(Α μίγδην)
επίρρ.
1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα
2. φρ. «φύρδην μίγδην»
(για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. φύρ-δην)].
Greek Monotonic
μίγδην: επίρρ. μίγδα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μίγδην: adv. HH = μίγδα.
Middle Liddell
= μίγδα, Hhymn.]