λάζω
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A = λακτίζω, λάξας τράπεζαν Lyc.137, cf.Sch.E.Hec.64; λάζειν· ἐξυβρίζειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 5] 1) = λακτίζω, VLL.; λάξας τράπεζαν, Lycophr. 137. – 2) nach B. A. p. 1095 achäisch = λαμβάνω, s. λάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λάζω: λακτίζω, λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».
Greek Monolingual
(I)
λάζω (Α)
(αχαϊκός τ. αντί λάζομαι)
λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω.
(II)
λάζω (Α)
1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν
ἐξυβρίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ)].