προσεξερείδομαι

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξερείδομαι Medium diacritics: προσεξερείδομαι Low diacritics: προσεξερείδομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΡΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prosexereídomai Transliteration B: prosexereidomai Transliteration C: proseksereidomai Beta Code: prosecerei/domai

English (LSJ)

Med., aor. inf. -ερείσασθαι,

   A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.

German (Pape)

[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.

French (Bailly abrégé)

s’appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.

Greek Monolingual

Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτιὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].

Greek Monotonic

προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).

Middle Liddell


Pass. to support oneself by, ταῖς χερσί Polyb.