ριγώ

From LSJ
Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

(I)
-ώω, Α
τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)].
(II)
-όω, Α
τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ. ῥιγοῦν].
(III)
ῥιγῶ, -έω, ΝΑ, και ῥιγείω Α
1. καταλαμβάνομαι από ρίγος, τρέμω, τουρτουρίζω
2. ανατριχιάζω, τρομάζω (α. «το δυνατό χτύπημα της πόρτας τον έκανε να ριγήσει» β. «κτύπησε μὲν Ζεὺς χθόνιος, αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν», Σοφ.)
(αρχ)
1. ψυχραίνομαι, διστάζω
2. εγείρομαι ένοπλος («ἤδη νῦν Φοίνικες... ἐρρίγαντι», Θεόκρ.)
3. (μτβ. με αιτ.) φοβάμαι κάτι («οὔ τοι ἐγὼν ἔρριγα μάχην», Ομ. Ιλ.)
4. (με ενδοιαστική προτ.) φοβάμαι μήπως..
5. (με απρμφ.) φοβάμαι να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος. Ο ενεστ. τ. ῥιγέω είναι σπάνιος, ενώ αρχαιότερος και συχνότερος είναι ο τ. του παρακμ. ἔρριγα.