Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακαλέω

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακᾰλέω Medium diacritics: κατακαλέω Low diacritics: κατακαλέω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: katakaléō Transliteration B: katakaleō Transliteration C: katakaleo Beta Code: katakale/w

English (LSJ)

   A call down, Plu.Oth.18; but usu. summon, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Th.1.24; δοῦλοι -κεκλημένοι ἐπ' ἐλευθερίᾳ Str. 14.1.38:—Med., κ. Ἀθήναζε Plu.Sol.24; call upon for performance, BGU1185.25 (i B.C.).    II call upon, invoke, τοὺς θεούς App.Pun. 81; κατακαλέσασθαι v.l. Isoc.10.61, cf. Plu.Them.13.    2 appeal to, τοὺς ἐπιδώσοντας SIG591.3 (Lampsacus, ii B.C.).    III call back, recall, εἰς τὴν Μακεδονίαν Plb.25.3.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.34.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.

Greek (Liddell-Scott)

κατακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῷ κάτω, προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ ὀπίσω, ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 appeler, convoquer, acc.;
2 rappeler (d’exil, etc.) acc.;
Moy. κατακαλέομαι-οῦμαι;
1 appeler, mander;
2 invoquer.
Étymologie: κατά, καλέω.

Greek Monotonic

κατακᾰλέω: μέλ. -έσω, καλώ κάτω, συγκαλώ, προσκαλώ, σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατακᾰλέω:
1) звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе (Ἀθήναζε Plut.);
2) звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);
3) призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καλέω ontbieden, uitnodigen:; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς uit zijn moederstad ontboden Thuc. 1.24.2; ook med.: κ. Ἀθήναζε naar Athene ontbieden Plut. Sol. 24.4. aanroepen (van goden).

Middle Liddell

fut. έσω
to call down, summon, invite, Thuc.:—Mid., Plut.