ἀκροστόλιον
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
τό,
A terminal ornament of ship (cf. ἄφλαστον), crowning either the stern-post, Ptol.Alm. 8.1; or more commonly, the stem-post, Callix.1, Plu.Demetr.43; taken as trophy, Str.3.4.3, D.S.18.75, Plu.Alc.32, App.Mith.25, Polyaen.4.6.9.
German (Pape)
[Seite 85] Schiffsbord, Ath. V, 203 f; Polem. 2, 36; Plut. Demetr. 43; das Vordertheil u. dessen Verzierungen, D. S. 18, 75; App. Mithr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροστόλιον: τὸ ἀνώτατον χεῖλος τοῦ σκάφους τοῦ πλοίου, «τὸ ἄκρον τοῦ στολίου, στόλιον δὲ λέγεται τὸ ἐξὲχον ἀπὸ τῆς πρύμνης καὶ διῆκον μέχρι τῆς πρῴρας ξύλον, ἔνθα τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα», Ἐτυμ. Μ., Πλουτ. Δημήτρ. 43, Καλλίξ. παρ’ Ἀθ. 203Φ. ΙΙ. ὡσαύτως = ἄφλαστον, Διόδ. 18.75, Παυσ. 9.16, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
extrémité de l’avant d’un navire.
Étymologie: ἄκρος, στόλος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἀγρ- Gloss.3.434
1 acrostolio e.e. rostro, mascarón que sobresale sobre la proa, Callix.1, Str.3.4.3, Plu.Demetr.43, Alc.32, D.C.102.9, IG 22.3198.7 (III d.C.)
•sobre la popa, Ptol.Alm.8.1
•como ofrenda IG 22.839.72, ἀκροστόλια ἐν θήκῃ ID 1449.Bd.12, cf. 1403Bb.1.23 (ambas II a.C.)
•imagen de la divinidad tutelar de un barco Gloss.3.434.
2 prob. pasarela en un barco Gloss.2.224.
Greek Monotonic
ἀκροστόλιον: τό (στολή), κουπαστή πλοίου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροστόλιον: τό мор.
1) верхний край борта Plut.;
2) конец корабельного носа Diod.
Middle Liddell
στολή
the gunwale of a ship, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροστόλιον -ου, τό ἄκρος, στόλος boegbeeld; ook als trofee.