ἀμφίθηκτος

From LSJ
Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθηκτος Medium diacritics: ἀμφίθηκτος Low diacritics: αμφίθηκτος Capitals: ΑΜΦΙΘΗΚΤΟΣ
Transliteration A: amphíthēktos Transliteration B: amphithēktos Transliteration C: amfithiktos Beta Code: a)mfi/qhktos

English (LSJ)

ον, = ἀμφιθηγής (sharpened on both sides, two-edged), AP 6.94 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 139] dasselbe, eigtl. auf beiden Seiten geschärft, ξίφος Soph. Ant. 1309, Schol. δίστομος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθηκτος: -ον, ὁ τεθηγμένος, ἠκονημένος ἑκατέρωθεν, δίστομος, ξίφος Σοφ. Ἀντ. 1309: - οὕτως, ἀμφιθηγής, ές, σάγαρις Ἀνθ. Π. 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aiguisé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, θήγω.

Spanish (DGE)

-ον de doble filo ξίφος S.Ant.1309.

Greek Monolingual

ἀμφίθηκτος, -ον (Α)
ο αμφιθηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- -θηκτος < θ. θηγ-, θήγω + κατάλ. -τος].

Greek Monotonic

ἀμφίθηκτος: -ον, ακονισμένος και από τις δύο πλευρές, δίστομος, σε Σοφ.· ομοίως, ἀμφῑ-θηγής, -ές (θήγω), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθηκτος: отточенный с обеих сторон, обоюдоострый (ξίφος Soph.).

Middle Liddell

θήγω
sharpened on both sides, two-edged, Soph.