ληκύθιον

From LSJ
Revision as of 19:40, 8 April 2020 by Spiros (talk | contribs)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκύθιον Medium diacritics: ληκύθιον Low diacritics: ληκύθιον Capitals: ΛΗΚΥΘΙΟΝ
Transliteration A: lēkýthion Transliteration B: lēkythion Transliteration C: likythion Beta Code: lhku/qion

English (LSJ)

τό, Dim. of λήκυθος,

   A small oil flask, Ar.Ra.1200-1246, D.24.114, PTeb.221 (ii B.C.), Anon. ap. Suid., etc.    II name for the Trochaic hephthemimer, originating with the form ληκύθιον ἀπώλεσεν in Ar.l.c., Heph.6.2.

German (Pape)

[Seite 39] τό, dim. von λήκυθος, Oelfläschlein, Ar. Ran. 1200 ff., Dem. 24, 114 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ λήκυθος, μικρὸν φιαλίδιον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. λήκυθος Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = λήκυθος Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. ὄνομα τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fiole à huile.
Étymologie: λήκυθος.

Greek Monolingual

ληκύθιον, τὸ (Α) λήκυθος
1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο
2. ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246).

Greek Monotonic

ληκύθιον: [ῠ], τό, υποκορ. του λήκυθος, μικρή φιάλη λαδιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ληκύθιον: (ῠ) τό пузырек для масла Arph., Dem.

Middle Liddell

ληκύ˘θιον, ου, τό, [Dim. of λήκυθος,]
a small oil-flask, Ar.