ἀνείσοδος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσοδος Medium diacritics: ἀνείσοδος Low diacritics: ανείσοδος Capitals: ΑΝΕΙΣΟΔΟΣ
Transliteration A: aneísodos Transliteration B: aneisodos Transliteration C: aneisodos Beta Code: a)nei/sodos

English (LSJ)

ον,

   A without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, εἴσοδος.

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.

Greek Monolingual

ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.

Greek Monotonic

ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείσοδος: неприступный, недоступный (πόλις, αὐλή Plut.).

Middle Liddell

without entrance or access, Plut.